- πανσέληνος
- [пансэллинос] ουσ. Θ. полнолуние,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πανσέληνος — at the full masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… … Dictionary of Greek
πανσέληνος — η το φεγγάρι με τη μεγαλύτερη φωτισμένη επιφάνεια, αλλ. γεμάτο ή ολόγιομο φεγγάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… … Dictionary of Greek
πανσέληνον — πανσέληνος at the full masc/fem acc sg πανσέληνος at the full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνοις — πανσέληνος at the full masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνου — πανσέληνος at the full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνους — πανσέληνος at the full masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνων — πανσέληνος at the full masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνῳ — πανσέληνος at the full masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέληνα — πανσέληνος at the full neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)